- προχωννύω
- Α1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + χωννύω «σωρεύω χώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόχωσις — ώσεως, ἡ, Α [προχωννύω] προβλήτα, μώλος … Dictionary of Greek